- καθαροχειρία
- καθαροχειρία, ἡ (Μ)το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -χειρία (< -χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ-χειρία, πολυ-χειρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek